- αυλάρχης
- chambellan
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αυλάρχης — ο (Α αὐλάρχης) ανώτατος αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, ο μάγιστρος των Βυζαντινών … Dictionary of Greek
αυλάρχης — ο ο προϊστάμενος της βασιλικής αυλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλάρχαι — αὐλάρχης chief of the court masc nom/voc pl αὐλάρχᾱͅ , αὐλάρχης chief of the court masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλάρχην — αὐλάρχης chief of the court masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αυλαρχία — η 1. το αξίωμα του αυλάρχη 2. ο χρόνος κατά τον οποίο διετέλεσε κανείς αυλάρχης … Dictionary of Greek
αυλαρχείο — το το γραφείο και η κατοικία του αυλάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
Άρμανσπεργκ, Γιόζεφ Λούντβιχ — (Josef Ludwig GrafArmansperg, 1787 – 1853).Βαυαρός πολιτικός, αντιβασιλιάς της Ελλάδας (1833 35). Ήταν το πρώτο μέλος και τιμητικός πρόεδρος της τριμελούς Αντιβασιλείας (Ά, Μάουρερ, Χάιντεκ) που όρισε o βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα … Dictionary of Greek
Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του … Dictionary of Greek